διπλάσιος

διπλάσιος
-α, -ο (AM διπλάσιος, -α, -ον
Α και διπλήσιος, -α, -ον)
1. ο δύο φορές μεγαλύτερος ή περισσότερος
2. το ουδ. ως ουσ. το διπλάσιο
ποσό ή αξία δύο φορές μεγαλύτερη.
[ΕΤΥΜΟΛ. Πιθ. < *δίπλατος + -ιος (πρβλ. αμβρόσιος < άμβροτος, διφάσιος < δίφατος). Στον υποθετικό αμάρτυρο τ. *δίπλατος απαντά η μηδενισμένη βαθμίδα τής ΙΕ ρίζας *pel- «πτυχώνω, διπλώνω, ζαρώνω», παρεκτεταμένη σε -t- (πρβλ. αρχ. νορβ. falda, γοτθ. ain-Falps «απλός»), η οποία με διάφορα επιθήματα απαντά και στα πλέκω, διπλούς (βλ. λ. απλός). Ο ιωνικός τ. διπλήσιος (μαρτυρείται από τον Ηρόδοτο) αποτελεί νεώτερο σχηματισμό στον οποίο η ύπαρξη τού -η- δικαιολογείται είτε ως αρχαία μακρόφωνη βαθμίδα είτε πιθανότερα ως αναλογικός σχηματισμός (πρβλ. παραπλήσιος, βροτήσιος)].

Dictionary of Greek. 2013.

Игры ⚽ Поможем решить контрольную работу

Look at other dictionaries:

  • διπλάσιος — twofold masc nom sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • διπλάσιος — α, ο επίρρ. α δύο φορές περισσότερος ή μεγαλύτερος από κάποιον άλλο: Τώρα πληρώνομαι διπλάσια για τη δουλειά που κάνω …   Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)

  • διπλασίω — διπλάσιος twofold masc/neut nom/voc/acc dual διπλάσιος twofold masc/neut gen sg (doric aeolic) διπλάζω double fut ind act 1st sg (doric) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • διπλασίων — διπλάσιος twofold fem gen pl διπλάσιος twofold masc/neut gen pl διπλάζω double fut part act masc nom sg (doric) διπλασίων duplicate masc/fem nom sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • διπλασίως — διπλάσιος twofold adverbial διπλάσιος twofold masc acc pl (doric) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • διπλάσιον — διπλάσιος twofold masc acc sg διπλάσιος twofold neut nom/voc/acc sg διπλασίων duplicate masc/fem voc sg διπλασίων duplicate neut nom/voc/acc sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • διπλήσιον — διπλάσιος twofold masc acc sg (ionic) διπλάσιος twofold neut nom/voc/acc sg (ionic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • διπλασιώτερα — διπλάσιος twofold neut nom/voc/acc comp pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • διπλασίαις — διπλάσιος twofold fem dat pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • διπλασίην — διπλάσιος twofold fem acc sg (epic ionic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”